όρμος

όρμος
Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην οποία είναι κρεμασμένες ή περασμένες μικρές χάντρες σε σχήματα λουλουδιών, φύλλων, ζώων και σπάνια ανθρώπων. Το υλικό τους είναι χρυσάφι, ελεφαντόδοντο ή πολύτιμες πέτρες. Ό. βρέθηκαν στις ανασκαφές στην Αίγυπτο, στην Αργολίδα και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Στην αρχαϊκή εποχή ό. χρησιμοποιούσαν μόνο τα παιδιά και οι εταίρες, και στη γεωμετρική μόνο γυναίκες. Στους βυζαντινούς χρόνους, ό. φορούσαν μόνο οι βαθμούχοι. Οι Βυζαντινοί τους ονόμαζαν μανιάκια.
* * *
(I)
ὄρμος και, κατά τον Ησύχ., ὁρμός, ὁ (Α)
1. κόσμημα για τον λαιμό, περιδέραιο
2. (κατ' επέκτ.) κάθε αντικείμενο που έχει κυκλικό σχήμα και μοιάζει με περιδέραιο («ὅρμον στεφάνων πέμψαντα», Πίνδ.)
3. είδος κυκλικού χορού στον οποίο νεαρά αγόρια και κορίτσια χορεύουν εναλλάξ το ένα πίσω από το άλλο
4. (κατά τον Ησύχ.) «ὁρμοί
ἱμάντες ὑποδημάτων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ser- «βάζω στη σειρά το ένα κοντά στο άλλο» (πρβλ. είρω [Ι]) με επίθημα -μος (πρβλ. όλμος, πότμος, κορμός, στολμός). Για την ψίλωση τού εἴρω συγκριτικά προς τη δασύτητα τού ὅρμος βλ. λ. είρω (Ι)].
————————
(II)
ο (Α ὅρμος)
εγκόλπωση τής ακτογραμμής ή είσδυση τής θάλασσας, που δημιουργείται συνήθως από διεργασίες διάβρωσης, μεγέθους μικρότερου συνήθως από τού κόλπου, και η οποία είναι κατάλληλη για προσωρινό αγκυροβόλιο τών πλοίων
αρχ.
1. τόπος όπου μπορεί κανείς να είναι ασφαλής, καταφύγιο
2. έρεισμα, στήριγμα («καὶ τὸν ἀπ' ἀγκύρας ὅρμον ἔκειρε νεῶν», Ανθ. Παλ.)
3. το γυναικείο αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ελάχιστα πιθανή, ο τ.συνδέεται με τη λ. ὁρμή και δηλώνει το σημείο εφόρμησης, αναχώρησης ενός πλοίου ή το μέρος όπου το πλοίο μπορεί να ταλαντεύεται δεμένο με την άγκυρα (πρβλ. αρχ. ινδ. sarma- «κύμα»). Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με το ρ. εἴρω* (Ι) «συνδέω συναρμόζω, προσδένω» με τη σημ. ότι ὅρμος είναι ο τόπος στον οποίο μπορεί να προσδεθεί το πλοίο. Κατά την ίδια άποψη, το ὅρμος (ΙΙ) θα μπορούσε να εκληφθεί ως μετώνυμο τού ὅρμος (Ι) «περιδέραιο, αλυσίδα» και να θεωρηθεί ως αλυσίδα τής άγκυρας. Κατ' άλλους, τέλος, η λ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τη λ. ἕρμα* «σωρός λίθων», με την έννοια ότι ὄρμος είναι ο τόπος όπου σε μεγάλες πέτρες προσδένονται τα πλοία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὅρμος — cord masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορμός — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… …   Dictionary of Greek

  • Όρμος Αλμύρου — Sp Almỹro įlanka Ap Όρμος Αλμύρου/Ormos Almyrou L Egėjo j. prie Kretos, Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • όρμος — ο μέρος της θάλασσας κατάλληλο για αγκυροβόλημα των πλοίων, αλλ. καραβοστάσι, το, αγκυροβόλι, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Όρμος Αγίου Ιωάννη — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στη πρώην επαρχία Θηβών του νομού Βοιωτίας …   Dictionary of Greek

  • Όρμος Αθηνιός — Οικισμός (υψόμ. 8 μ.) της Θήρας του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Όρμος Αιγιάλης — Οικισμός (υψόμ. 20 μ.) της Αμοργού του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Όρμος Λεμονιάς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδος του νομού Φωκίδος …   Dictionary of Greek

  • Όρμος Μαραθόκαμπου — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) της Σάμου του νομού Σάμου …   Dictionary of Greek

  • Όρμος Παναγίας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) του νομού Χαλκιδικής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”